μυριοτυραννώ

μυριοτυραννώ
μυριοτυραννῶ και μυριατυραννῶ, -έω (Μ)
1. βασανίζω, τυραννώ πάρα πολύ
2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μυριοτυραννημένος, -η, -ον
αυτός που έχει υποφέρει πάρα πολύ, πολυβασανισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + τυραννῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυριατυραννώ — μυριατυραννῶ, έω (Μ) βλ. μυριοτυραννώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”